ζυμοτεχνία

ζυμοτεχνία
η
(μικροβιολ.)
1. κλάδος τής μικροβιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών διαφόρων ζυμώσεων και την καλλιέργεια ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ζωοτροφών, ποτών κ.λπ.
2. η σχετική με τις ζυμώσεις και τη ζύμη τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -τεχνία (< -τεχνης < τέχνη), πρβλ. ευρεσι-τεχνία, κακο-τεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν γαλλικής γλώσσης τού Γρηγ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζυμοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζυμοτεχνία («ζυμοτεχνικές παρατηρήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + τεχνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στους Ιω. Γεράκη και Όθωνα Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”